Οι εξελίξεις στο σύγχρονο ποδόσφαιρο επιβάλλουν την προσαρμογή στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα για τον σχεδιασμό της οποιασδήποτε προπονητικής επιβάρυνσης στις μικρές ηλικίες.
Οι εξελίξεις τόσο στην προπονητική του ποδοσφαίρου όσο και στην αθλητιατρική επιστήμη δημιουργούν μια άρρηκτα συνδεδεμένη σχέση που πρέπει να υφίσταται στην οποιαδήποτε φάση της προπονητικής διαδικασίας. Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα του παρελθόντος έχουν δείξει ότι ο πλημμελής σχεδιασμός και η άγνοια της αθλητιατρικής επιστήμης μας έχουν οδηγήσει σε αρνητικά αποτελέσματα με δυσάρεστες συνέπειες.
Για να μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε έναν οργανωμένο και σύγχρονο προπονητικό σχεδιασμό, δεν πρέπει να αγνοούμε τον πολύ σημαντικό ρόλο του αθλητιάτρου. Η συχνότητα εμφάνισης τραυματισμών στο ποδόσφαιρο είναι αυξημένη λόγω της ιδιαιτερότητας του, να εκφράζεται μέσα από τις μονομαχίες και να το χαρακτιρίζουν η δύναμη και η ταχύτητα.
Για πολλά χρόνια η παροχή ιατρικών συμβουλών και υπηρεσιών στους αθλητές ήταν υποτυπώδης και συμβολική. Σήμερα έχει αρχίσει να υπάρχει συνεργασία προπονητή και γιατρού σχετικά με τον προπονητικό σχεδιασμό με στόχο την άμεση λύση των προβλημάτων υγείας που δημιουργούνται στους μικρούς αθλητές.
Τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν κατά την άθληση είναι:
Καρδιοαναπνευστικά: απώλεια αισθήσεων,καρδιακή ανακοπή. Μυοσκελετικά:μυϊκόςσπασμός,μυϊκήθλάση, διάστρεμα, κάταγμα.
Κακώσεις: κρανίου, θώρακα, γονάτων.
Παθολογικές βλάβες: υπογλυκαιμία, επιληψία.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων απαραίτητη είναι η παρουσία του αθλητιάτρου σε κάθε αγωνιστική δραστηριότητα για να προσφερθούν άμεσα οι πρώτες βοήθειες σε κάποιο πρόβλημα υγείας, να γίνει σωστή αξιολόγηση του περιστατικού, να μην επιδεινωθεί η κατάσταση υγείας του αθλητή και να δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες για γρήγορη ανάρρωση.
Αξιολογώντας όλα τα παραπάνω δεδομένα, θα πρέπει όσοι εμπλέκονται στον μηχανισμό της προπονητικής διαδικασίας να συνεργάζονται και να καταλήγουν στο ιδανικό πλάνο αγωνιστικής προετοιμασίας και αξιοποίησης των ταλέντων.
Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν και καθορίζουν το ετήσιο προπονητικό πρόγραμμα στις μικρές ηλικίες είναι:
α) Εξωαγωνιστικοί παράγοντες και β) Αγωνιστικοί.
Η πρώτη φάση του εξωαγωνιστικού τομέα αναφέρεται στην έρευνα με περιεχόμενο τη σωματοδομική ανάπτυξη και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από τα βασικά ιατρικά τεστ που σχετίζονται άμεσα με την ομαλή εξέλιξη της ανάπτυξης και υγείας του μικρού αθλητή.
Η δεύτερη φάση αναφέρεται στα κοινωνικά, οικογενειακά, σχολικά ψυχαγωγικά και διατροφικά ερεθίσματα, που διαμορφώνουν τον εσωτερικό κόσμο του παιδιού.
Στον αγωνιστικό τομέα θα πρέπει να γίνεται μια γενική αξιολόγηση μέσα από κάποια βασικά εργομετρικά τεστ, που δείχνουν τις βασικές παραμέτρους σχετικά με τη δημιουργία και προσαρμογή στα προπονητικά ερεθίσματα που πρέπει να δέχεται αθλητής.
Για την αποτελεσματική μεθοδολογία προπόνησης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα στάδια της αναπτυξιακής φάσης του παιδιού, που είναι:
- Το εισαγωγικό,
- το βασικό,
- το ειδικό,
- το μεταβατικό ή τελειοποίησης και 5) το στάδιο της υψηλής απόδοσης.
Για να υπάρχει σωστή αξιοποίηση πρέπει τα ερεθίσματα να είναι ανάλογα της ηλικίας των παικτών.
Αναλυτικά:
- Πρώτη σχολική περίοδος (6-10 ετών ) - Εισαγωγικό
- Δεύτερη σχολική περίοδος(10-12 ετών) -Βασικό
- Πρώτη φάση της εφηβείας (12-14 ετών) -Βασικό
- Δεύτερη φάση της εφηβείας (14-16 ετών) - Ειδικό
- Εφηβική φάση (16-18 ετών) - Τελειοποίησης
Από την παραπάνω περιγραφή προκύπτει ότι ο σύγχρονος τρόπος εκπαίδευσης πρέπει να στηρίζεται σε όλα τα επιστημονικά δεδομένα που διαμορφώνουν τον προπονητικό σχεδιασμό στις μικρές ηλικίες, με στόχο τη σωστή αξιοποίηση.
Τα παραπάνω δεδομένα πρέπει να ακολουθούν τον στόχο της κάθε προπονητικής διαδικασίας, η οποία υλοποιείται μέσα από τα τέσσερα παρακάτω ερωτήματα:
ΠΩΣ: Καθορισμός μέθοδος προπόνησης - εξάσκησης, μορφές οργάνωσης της προπόνησης (διάταξη - οργάνωση ασκήσεων - χρησιμοποίηση οργάνων - καθορισμός χώρων).
ΤΙ: Να καθορίζονται τα περιεχόμενα των ασκήσεων και να επιλέγονται τα μέσα προπόνησης για τη σωστή και οφέλιμη αξιοποίηση του προγράμματος.
ΠΟΤΕ: Πρέπει να προγραμματίζονται τα περιεχόμενα των προπονήσεων (μακροχρόνιος, ετήσιος, εξαμηνιαίος = μεσόκυκλος), καθώς επίσης προγραμματισμός προπονητικού περιεχομένου σε μικρότερη κλίμακα (1 εβδομάδα = μικρόκυκλος) και σε ακόμη μικρότερη κλίμακα (1 προπόνηση = προπονητική μονάδα).
ΓΙΑΤΙ: Για να υπάρχει αποτέλεσμα και υλοποίηση του στόχου της κάθε προπόνησης θα πρέπει να αιτιολογούνται όλες οι παραπάνω επιλογές με βάση τα θεωρητικά ερευνητικά εμπειρικά δεδομένα και να προσαρμόζονται οι στόχοι της προπόνησης σύμφωνα με την ηλικία, την υποδομή, την περίοδο και τον στόχο του παίκτη και της ομάδας.
Οι στόχοι υλοποιούνται αφού καθοριστούν τα μέσα, το περιεχόμενο και οι μέθοδοι προπόνησης. Για τον προσδιορισμό και την επιλογή τους λαμβάνονται υπόψη σε ποια ηλικία αρχίζει η συστηματική προπόνηση, ποια είναι η προπονητική και η βιολογική ηλικία των παικτών, οι ατομικές ιδιαιτερότητες του παίκτη, όπως ο ρυθμός βελτίωσης στην τεχνική και τακτική, το επίπεδο των ψυχοπνευματικών στοιχείων και τα σωματομετρικά χαρακτηρισιτκά και η κατάσταση της υγείας.
Οι κοινωνικές υποχρεώσεις των παικτών (π.χ. σχολείο - φροντιστήριο) και οι συνθήκες διεξαγωγής της προπόνησης (υλικοτεχνική υποδομή - κλιματολογικές συνθήκες.
Το προπονητικό πρόγραμμα στις μικρές ηλικίες: Αναφέρεται στον σχεδιασμό της μακροχρόνιας εκπαίδευσης και εστιάζει στους παράγοντες που καθορίζουν την αθλητική απόδοση και αξιοποίηση του παίκτη. Συνήθως η φάση της αξιοποίησης των ταλέντων ξεκινά από την παιδική ηλικία και ολοκληρώνεται στην εφηβική ηλικία. Στην περίοδο, όμως, αυτή το παιδί αντιμετωπίζει έντονες βιολογικές – μυοσκελετικές και ψυχοσωματικές μεταβολές, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη να αξιολογούνται από τους ειδικούς επιστήμονες για να αποφεύγονται δυσάρεστες συνέπειες.
Η παραπάνω αναφορά μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο προπονητικός σχεδιασμός στις μικρές ηλκίες πρέπει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και επιβάλλει την συνεργασία του προπονητή με ειδικούς επιστήμονες (Εργοφυσιολόγο, Αθλητίατρο, Αθλητικό Ψυχολόγο κ.α.) για να υπάρξει αποτελεσματική αξιοποίηση των ταλέντων στο ποδόσφαιρο.
Ο ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ ΣΕ ΡΟΛΟ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥ
Ο Προπονητής που ασχολείται με τις μικρές ηλικίες στο ποδόσφαιρο πρέπει πρώτα να είναι ψυχολόγος, παιδαγωγός και μετά προπονητής. Εκτός από τις απαραίτητες γνώσεις προπονητικής είναι απαραίτητο να έχει και γνώσεις αθλητικής ψυχολογίας και παιδαγωγικής για να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες που απαιτεί όχι μόνο το ποδόσφαιρο αλλά και η κοινωνία. Η προπόνηση σε μικρές ηλικίες είναι ψυχαγωγικού χαρακτήρα και προπόνηση προετοιμασίας για υψηλές επιδόσεις εάν υπάρχει και το ταλέντο. Ο προπονητής για να ενεργεί με επιτυχία πρέπει να γνωρίζει και να αναγνωρίζει ποιες είναι ευαίσθητες φάσεις της ανάπτυξης που ευνούν την εκμάθηση του ποδοσφαίρου. Ετσι ο προπονητής θα μπορεί να εφαρμόζει με επιτυχία το κατάτηλλο πρόγραμμα επιβάρυνσης στα παιδιά της κάθε ηλικίας χωρίς να δημιουργούνται αρνητικές συνέπεις στην υγεία και την σωστή αξιοποίηση του ταλέντου. Αρα από παιδαγωγικής και διδακτικής άποψης η εκμάθηση της τεχνικής είναι συνάρτηση της ωριμότητας και της δημιουργίας κατάλληλων εριθισμάτων σύμφωνα με την πρόοδο και την ηλικία.Η αγωνιστική πρόοδος των παικτών δεν διαμορφώνεται μόνο από την προσπάθεια για βελτίωση στον αγωνιστικό τομέα αλλά σημαντικό ρόλο παίζει η ψυχολογία και τα σωστά εκπαιδευτικά ερεθίσματά που δέχονται τα παιδιά εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου. Οι βασικοί διδακτικοί κανόνες στις μικρές ηλικίες στηρίζονται στην ελεύθερη σκέψη και έκφραση. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στο παιδί να εκφράζεται ελεύθερα για να μπορέσει να επινοήσει το παιχνίδι του και εάν διαπιστώνεται ότι οδηγείται σε λάθος δρόμο, με εποικοδομητικό τρόπο να καθοδιγείται αποτελεσματικό τρόπο εκπαίδευσης.
Ο σωστός προπονητής πρέπει να επιβραβεύει κάθε θετική ενέργεια, να παρατηρεί με διακριτικό τρόπο ενδεχόμενα λάθη και να δίνει το δικαίωμα για βελτίωση στην συνέχεια. Επίσης πρέπει να έχει την ικανότητα να διαγνώση τα ψυχολογικά όρια που μπορεί κάποτε το παιδί να φθάσει στις ανώτατες επιδόσεις και αποδόσεις. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι πολύ υψηλός και όχι πάνω από τις δυνατότητες του κάθε παιδιού γιατί διαφορετικά αντί για πρόοδο θα έχουμε αποτυχία η οποία δημιουργεί απογοήτευση και αρνητικές συνέπειες στην ψυχολογία . Όταν το παιδί αναπτυσσεται περνώντας από την βρεφική ηλικία σε αυτή του σχολείου και ύστερα στην εφηβία, συνοδεύεται και από μία αρμονική ψυχολογική ανάπτυξη. Η ψυχολογία των νέων παιδιών δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί και την πρόοδο τους μπορούν να βλάψουν πιθανές δυσκολίες στο προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Ο προπονητής στις μικρές ηλικίες μπορεί ποιο εύκολα να προσεγγίσει το παιδί και τους γονείς και με καλή συνεργασία να λυθούν σοβαρά προβλήματα που εμποδίζουν την πρόοδο και επηρεάζουν άμεσα τον εσωτερικό κόσμο του παιδιού. Από την παραπάνω αναφορά διαπιστώνει κανείς πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του προπονητή στον τομέα της παιδαγωγικής και την ψυχολογίας για την σωστή διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του παιδιού.