Η προσέγγιση του Horst Wein στο ποδόσφαιρο

Η προσέγγιση του Horst Wein στο ποδόσφαιρο.

Ποιος είναι ο σκοπός της προπόνησης όταν βαδίζεις σε λάθος δρόμο?

 

Για να δημιουργήσεις ένα προπονητικό πρόγραμμα για μία συγκεκριμένη ηλικία παιχτών, είσαι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να συμβουλευτείς ένα «μοντέλο ποδοσφαιρικής ανάπτυξης».

Η παροχή πληροφοριών από αυτό το μοντέλο ελαχιστοποιεί τα λάθη και εξασφαλίζει καλύτερα αποτελέσματα στην προπόνηση. 

Ένα πρόγραμμα ανάπτυξης θα πρέπει να πληροφορεί τον προπονητή για όλες τις παραμέτρους και τα σημαντικά στοιχεία του παιχνιδιού καθώς και τις αναλογίες με τις οποίες θα πρέπει να γίνει η μείξη τους έτσι ώστε οι προπονητικές ενότητες γίνουν ευχάριστες και αποτελεσματικές ταυτόχρονα.

Αυτό το πλάνο θα πρέπει να βοηθάει τον προπονητή στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σε κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά την εξέλιξη των νεαρών ποδοσφαιριστών των υποδομών.

Ο Horst Wein ο οποίος είναι λέκτορας Γερμανικού Πανεπιστημίου και έχοντας εργαστεί σε 51 χώρες,  υποστηρίζει πως ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους για να προωθήσεις το ποδόσφαιρο και να πείσεις περισσότερους νεαρούς ταλαντούχους παίχτες να ασχοληθούν με αυτό, είναι να κάνεις την προπόνηση περισσότερο ευχάριστη, ελκυστική και παράλληλα περισσότερο αποτελεσματική.

Όταν η προπόνηση γίνεται μονότονη και επαναλαμβανόμενη τα περισσότερα παιδιά χάνουν το ενδιαφέρον τους,  αλλά όταν κάποιος κάνει την προπόνηση ευχάριστη και περισσότερο κατανοητή για τον προπονητή αλλά και για τους νεαρούς παίκτες και την συνδυάσει με παραλλαγές διαφόρων διαγωνισμών οι οποίοι να ανταποκρίνονται στο  επίπεδο των φυσικών και νοητικών ικανοτήτων των παιδιών, τότε το θέμα αποκτά άλλη διάσταση.

Ο Wein έχοντας ταξιδέψει σε τόσες πολλές χώρες και βλέποντας ότι χρησιμοποιούνται ακόμα ανεπαρκείς μέθοδοι στις υποδομές πιστεύει πως είναι ικανός να λύσει αυτό το σημαντικό πρόβλημα. Παρατήρησε τον τρόπο που διδάσκονται σταδιακά στα σχολεία τα μαθήματα όπως τα μαθηματικά ή οι ξένες γλώσσες  και σκέφτηκε ότι αυτές οι γενικές αρχές εκμάθησης θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στο ποδόσφαιρο.

Πριν εισάγει τις ιδέες του στο βιβλίο «Centro Piloto del Calcio Giovanile» το οποίο εγκρίθηκε από την Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία,  το 1986 εφάρμοσε τις επαναστατικές ιδέες που είχε στις υποδομές της Μπαρτσελόνα, και οι οποίες ακολουθούνται μέχρι και σήμερα.

Η επιτυχία που είχε στην Ρώμη και στην Βαρκελώνη τον ώθησε να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο « Προγραμματισμένη Εκμάθηση του ποδοσφαίρου στις νεαρές ηλικίες» στα Ιταλικά αλλά και στα Ισπανικά ( εγκεκριμένο από την Βασιλική Ισπανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ).

Μετά την ευρεία αποδοχή της φιλοσοφίας του στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Νότια Αμερική,  πολλές καταξιωμένες ομάδες αποφάσισαν να τον προσκαλέσουν για να για να κάνει επίδειξη των μεθόδων του, τις οποίες αργότερα και υιοθέτησαν ( για παράδειγμα Ίντερ Μιλάνου, Πενιαρόλ Μοντεβιδέο, UNAM του Μεξικό, Κρουζ Αζούλ, Ρεάλ Σοσιεδάδ, Σαν Σεμπαστιάν, Ουνιβερσιτάτ Κατόλικα της Χιλής κ.α. ).

«Όταν κάνουμε αυτά που κάνουμε πάντα, δεν προχωράμε παραπέρα.»

Διαφορετική Προσέγγιση

Ένα από τα προβλήματα του προπονητή ποδοσφαίρου είναι η πολυπλοκότητα και η ποικιλία των καταστάσεων τις οποίες ο παίχτης είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει.  Επίσης υπάρχει πλήθος τεχνικών και δεξιοτήτων οι οποίες απαιτούνται για το χειρισμό αυτών των καταστάσεων.

Σε αυτή τη διαφορετική προσέγγιση για την ανάπτυξη νέων ποδοσφαιριστών με το ποδοσφαιρικό μοντέλο ανάπτυξης του Horst Wein δεν κατηγοριοποιoύνται οι ικανότητες των παιχτών κάθε ηλικίας, αλλά αναγνωρίζονται οι καταστάσεις οι οποίες συναντώνται πιο συχνά στο ποδόσφαιρο.

Αυτές ενσωματώνονται σε μία σταδιακή διαδικασία πολλών απλοποιημένων παιχνιδιών.

Σε καθένα από αυτά τα παιχνίδια οι στόχοι της εκπαίδευσης και οι ικανότητες οι οποίες είναι απαραίτητες για την πραγματοποίησή τους, είναι ξεκάθαρες.  Παρόλα αυτά όμως η σωστή εκμάθηση επιτυγχάνεται μόνο όταν ο παίκτης συνειδητοποιήσει κατά την εξέλιξη ενός ανταγωνιστικού απλοποιημένου παιχνιδιού την έλλειψη στον εαυτό του μιας ικανότητας ή δεξιότητας η οποία τον εμποδίζει στην επιτυχή ολοκλήρωση του σκοπού της άσκησης.

Η προπόνηση και οι αγώνες θα πρέπει πάντοτε να θεωρούνται ως μονάδες όπου η μία είναι στενά συνδεδεμένη με την άλλη.

Η επιστροφή στην φυσική διδασκαλία και μάθηση.

Ο Wein πιστεύει πως όλα τα πράγματα στη φύση έχουν μια περίοδο ωρίμανσης και η πρόοδος έρχεται μέσω μιας φυσικής διαδικασίας.  Η φυσική εκμάθηση, σε οποιοδήποτε ομαδικό σπορ θα πρέπει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο.  Η προσέγγιση προς τον στόχο βήμα - βήμα είναι τα κλειδιά της επιτυχίας στο μοντέλο του, καθώς επίσης χρησιμοποιεί και την έμφυτη ικανότητα του εγκέφαλου να κάνει συνδέσεις γεγονότων και πράξεων μέσω της μνήμης.

Κάθε επίτευγμα αναλύεται σε μια σειρά από διαδοχικά βήματα, που σταδιακά και μεθοδικά οδηγούν στον τελικό σκοπό,  την επίτευξή του παιχνιδιού των 11 εναντίον 11.

Καταρχάς οι νεαροί παίκτες από 7 χρόνων και πάνω ακολουθούν το πρόγραμμα  «Παιχνίδια ανάπτυξης βασικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων».

Όταν οι νεαροί παίκτες κατανοήσουν έναν μεγάλο αριθμό πολύπλευρων καθηκόντων - εργασιών,  προχωρούν στο πρόγραμμα των απλοποιημένων παιχνιδιών 2 εναντίον 2 και 3 εναντίον 3.

Σε αυτό το σημείο μπορούν να πειραματιστούν και να βελτιώσουν τις ικανότητές τους και τις βασικές συμπεριφορές τακτικής τις οποίες έχουν μάθει, προτού δεχτούν ένα μεγάλο αριθμό ερεθισμάτων που συναντώνται στα παιχνίδια για το ντριμπλάρισμα, στις ασκήσεις για τάκλιν, στις ασκήσεις για πάσες, στο κοντρολάρισμα της μπάλας, στα σουτ και στα πολύπλευρα παιχνίδια.

Λίγο αργότερα οι παίχτες κατανοούν και μαθαίνουν πως να ανταποκρίνονται επιτυχώς στους διαγωνισμούς του «Μίνι Ποδοσφαίρου» το οποίο θεωρείται ως η ιδανική βάση προετοιμασίας για τα παιδιά ηλικίας 8, 9, 10, 11 χρόνων ( μαζί με την εξάσκηση που γίνεται με τη βοήθεια πολλών απλοποιημένων παιχνιδιών για ομάδες που αποτελούνται από 3 ή 4 παίκτες ) για να αντιμετωπίσουν περισσότερο πολύπλοκα και δυσκολότερα προβλήματα τα οποία παρουσιάζονται σε ένα παιχνίδι 7 εναντίον 7.

Τελικά αυτά τα παιδιά στην ηλικία των 12, 13 χρόνων θα είναι ικανά να δείξουν το εξαιρετικό επίπεδο δεξιοτήτων και την ποδοσφαιρική νοημοσύνη τους σε ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι 8 εναντίον 8 το οποίο μπορεί να παιχτεί μεταξύ των 2 μεγάλων περιοχών με δύο μετακινούμενες εστίες ( 6 μ. x 2 μ. ), και πάντα με συχνή αντικατάσταση των παιχτών.

Όπως παρατηρούμε κάθε 2 χρόνια η δυσκολία και η πολυπλοκότητα των ανταγωνιστικών παιχνιδιών αυξάνεται αρμονικά σύμφωνα με την φυσική και νοητική εξέλιξη των παιχτών.

Αυτό σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός προσαρμόζεται σε κάθε στάδιο της ανάπτυξης του νεαρού παίχτη σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του και όχι το αντίστροφο.

Με αυτό τον τρόπο το παιδί έχει πάντα το αίσθημα της ολοκλήρωσης, αγαπάει το παιχνίδι και ζητάει συνεχώς καινούργια πράγματα.

Η πρόοδος του νεαρού ποδοσφαιριστή γίνεται σταδιακά από το ένα βήμα στο άλλο και έρχεται αντιμέτωπος με όλο πιο δύσκολα και πιο πολύπλοκα προβλήματα και καταστάσεις, όπως ακριβώς γίνεται και στα μαθήματα του σχολείου.

Η πρόοδος επέρχεται όταν οι απαιτήσεις της τακτικής και της τεχνικής που έχει ένα απλοποιημένο παιχνίδι γίνονται κατανοητές και εφαρμόζονται σε υψηλό βαθμό.

Το μοντέλο του Horst Wein είναι ένα λεπτομερέστατο πρόγραμμα διδασκαλίας και μάθησης έτσι ώστε το ποδόσφαιρο να παίζεται με φυσικό τρόπο,  και ο προπονητής των νεαρών ποδοσφαιριστών να πειραματίζεται στο γεγονός ότι η προπόνηση είναι μια διαδικασία εξέλιξης στην οποία αυξάνονται σταδιακά οι απαιτήσεις.

«Δεν είναι αρκετό να εξελίσσεις τους παίχτες σου καλά,  είναι σημαντικό για την μελλοντική επιτυχία να τους προετοιμάζεις καλύτερα από τους άλλους».

Η διδασκαλία γίνεται εύκολη.

Ακολουθώντας το ποδοσφαιρικό μοντέλο ανάπτυξης του Horst Wein βήμα - βήμα,  ένας προπονητής υποδομών μπορεί να αναπτύσσει νεαρά ταλέντα μέσω αποτελεσματικών και ευχάριστων απλοποιημένων παιχνιδιών ( με διάφορα διορθωτικά παιχνίδια και κατάλληλους διαγωνισμούς ) και καταλήγοντας στο ολοκληρωμένο παιχνίδι του ποδοσφαίρου.  Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ενός περισσότερο έξυπνου και ολοκληρωμένου ποδοσφαιριστή.

Για κάθε κατηγορία των νεαρών παιχτών υπάρχει ένα λεπτομερές πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο είναι προσαρμοσμένο ανάλογα με το επίπεδο των ικανοτήτων και δυνατοτήτων του παιδιού, και εξυψώνει τον ρόλο του προπονητή ως τον πιο σημαντικό παράγοντα κατά την διαδικασία της μάθησης και της διδασκαλίας.

Δεν είναι πλήρως τα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία κάνουν κάποιον έναν καλό προπονητή ποδοσφαίρου,  αλλά η ικανότητά του να ενσωματώνει τους παίκτες του στην διαδικασία της μάθησης για να «ξεκλειδώσει» και να αναπτύξει το έμφυτο δυναμικό τους στο μέγιστο βαθμό.

Με μια ολοκληρωμένη προσέγγιση παρατηρούμε ότι σε όλα τα στάδια του μοντέλου του Horst Wein, κατά τη διάρκεια της προπόνησης υπάρχουν πολλά απλοποιημένα παιχνίδια και διορθωτικές ασκήσεις που έχουν άμεση σύνδεση στην τεχνική εκτέλεση στην τακτική, στη γενική γνώση και άλλες σημαντικές αρετές όπως είναι η αντίληψη,  ο συντονισμός,  η διορατικότητα,  η θέληση, και οι φυσικές δυνατότητες.

Στα πρώτα χρόνια δίνεται στο παιδί προτεραιότητα στην εκμάθηση της τεχνικής ενώ αργότερα το παιδί μαθαίνει να είναι δημιουργικό.  Συνεχώς η δίψα για μάθηση βρίσκεται στο μυαλό του παιδιού πριν αυτό καταρτιστεί με τις ικανότητες και την δυναμική, έτσι ώστε να καταλήξουμε στον απώτερο σκοπό.

Ο Horst Wein έχει δουλέψει για πολλούς κορυφαίους συλλόγους όπως είναι η Μπαρτσελόνα,  η Ρεάλ Σοσιεδάδ, η Λίντς,  η Σάδερλαντ,  η Ίντερ και πολλές άλλες και την παρούσα στιγμή βρίσκεται στο Εθνικό Ισπανικό Κέντρο Ποδοσφαίρου.  Επίσης έχει γράψει πολλά βιβλία πάνω στο ποδόσφαιρο,  προσφέροντας μεθοδικά προπονητικά προγράμματα (τώρα δημιουργεί ένα πρόγραμμα για την Αγγλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου).

Εφαρμογές σε μικρούς χώρους.

Οι εφαρμογές σε μικρούς χώρους ως στήριγμα της διδασκαλίας και της μάθησης των νεαρών παιχτών.

Η κατανόηση ενός πολύπλοκου αθλήματος όπως το ποδόσφαιρο μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω των απλοποιημένων παιχνιδιών και της σταδιακής εξέλιξής τους, με βαθμιαία αύξηση του αριθμού των παικτών στις ομάδες.

Όπως οι νεαροί παίκτες μεγαλώνουν και εξελίσσουν τις φυσικές και νοητικές τους ικανότητες,  έτσι και η δυσκολία και η πολυπλοκότητα των εφαρμογών αυξάνεται.  Τα παιχνίδια αυτά ονομάζονται «απλοποιημένα» διότι έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Μειωμένος αριθμών αριθμός παιχτών.
  • Μειωμένες διαστάσεις του χώρου παιχνιδιού.
  • Πιο απλοί κανόνες για να είναι εύκαμπτοι και να προσαρμόζονται στις υπάρχουσες συνθήκες.
  • Περιορισμένος αριθμός καταστάσεων παιχνιδιού.
  • Απλούστευση των προβλημάτων.
  • Δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για τους προπονητές έτσι ώστε να μπορούν να παρατηρούν, να αναλύουν, να αξιολογούν και να διορθώνουν την απόδοση όλων των παικτών στο παιχνίδι.

Οι παράμετροι που χαρακτηρίζουν τα προηγούμενα παιχνίδια έχουν μια θετική επιρροή  στους προπονητές αλλά και στους παίκτες για πολλούς λόγους.

  • Όταν τα παιδιά εργάζονται σε ομάδες των 2, των 3 ή 4 παικτών μειώνεται το ποσοστό των τεχνικών και τακτικών λαθών έως ότου γίνει η μετάβαση και σε πιο πολύπλοκα παιχνίδια.
  • Η συχνή εκτέλεση των ίδιων τεχνικών έχει ως αποτέλεσμα την τελειοποίηση των δεξιοτήτων του παίχτη.
  • Επιπλέον με λιγότερους παίκτες, υπάρχει περισσότερος χώρος και χρόνος διαθέσιμος, οπότε γίνεται και η σωστή εκτέλεση των τεχνικών.
  • Για να γίνει ένα παιδί καλός ποδοσφαιριστής,  πρέπει να διαθέτει οξυδέρκεια και ευρύ φάσμα αντίληψης των εκάστοτε συνθηκών παιχνιδιού όπως:  την θέση που βρίσκεται η μπάλα,  την τοποθέτηση των συμπαιχτών και των αντιπάλων, την θέση των εστιών,  και τις γραμμές του γηπέδου. Τα απλοποιημένα παιχνίδια δεν βοηθούν μόνο στην ανάπτυξη της αντίληψης αλλά επίσης ενεργοποιούν τους νεαρούς παίχτες να αναλύουν τις συνθήκες του παιχνιδιού και να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις σύμφωνα με την γνώση του ποδοσφαίρου που έχουν αποκομίσει μέσω της προπόνησης.
  • Η συχνή εμφάνιση των ίδιων βασικών συνθηκών παιχνιδιού επιτρέπει στους παίκτες να πειραματίζονται με διαφορετικές λύσεις έως ότου είναι ικανοί από μόνοι τους να επιλύσουν τα προβλήματα που παρουσιάζονται σε αυτές τις εφαρμογές.
  • Αργότερα όταν μία ίδια ή παρόμοια κατάσταση παρουσιάζεται ξανά σε μία πιο πολύπλοκη εφαρμογή ο παίχτης την αναγνωρίζει και στιγμιαία επαναφέρει στο μυαλό του και θυμάται μια καλή λύση.
  • Ο μειωμένος αριθμός των παιχτών επιτρέπει στους λιγότερο ταλαντούχους παίχτες να συμμετέχουν εντατικά στο παιχνίδι.
  • Για το λόγο του ότι κάθε ομάδα αποτελείται από 2 έως 4 παίκτες, οι απλοποιημένες εφαρμογές σταδιακά αναπτύσσουν τις ικανότητες της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των παιχτών.  Αυτά τα στοιχεία είναι ζωτικής σημασίας για την εξέλιξη ενός ποδοσφαιριστή και στο παρελθόν είχαν υποτιμηθεί.
  • Δεν γίνεται πρόωρη ανάθεση για τη θέση που πρέπει να παίζει ο κάθε παίκτης.  Τα απλοποιημένα παιχνίδια κάνουν κάθε παίχτη να παίζει άμυνα καθώς επίσης και επίθεση, να κινείται στην αριστερή ή στην δεξιά πλευρά καθώς και στο κέντρο του γηπέδου.  Οι απλοποιημένες εφαρμογές βοηθούν στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων και έξυπνων ποδοσφαιριστών.

Αυτές οι ασκήσεις χρησιμοποιούν περιορισμένο αριθμό παιχτών, γεγονός το οποίο επιτρέπει στο κάθε παιδί να παίζει σημαντικό ρόλο στο παιχνίδι. Τα παιδιά δεν χρειάζονται υψηλά επίπεδα ικανοτήτων ή εξειδικευμένες γνώσεις παιχνιδιού για να ευχαριστηθούν τις προπονήσεις και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.  Η απλότητα αυτών των εφαρμογών από μόνη της ελκύει αμέσως τους νεαρούς παίκτες και τους ενθαρρύνει να λύνουν τα προβλήματα που τους παρουσιάζονται.  Έπειτα από κάποιες προπονήσεις,  εάν ο προπονητής παρατηρήσει κάποια έλλειψη ( στον τεχνικό ή στον τακτικό τομέα ) η οποία περιορίζει την απόδοση του παιδιού,  τότε διακόπτει το παιχνίδι,  κάνει τις ανάλογες παρατηρήσεις και αναλύει τις πτυχές του προβλήματος  και παρουσιάζει στον παίχτη τις διορθωτικές δραστηριότητες.

Ο σκοπός είναι το παιδί να αποκτήσει το κίνητρο, του να ανακαλύπτει τις ελλείψεις του όπως τις βλέπει μέσα από το παιχνίδι.

Τότε η προπόνηση αποκτά άλλη διάσταση με στόχο την αύξηση του επιπέδου της απόδοσης του παίχτη στο παιχνίδι έχοντας αυτός αναπτυγμένο το αίσθημα της νίκης.

Με αυτό τον τρόπο δεν «σκοτώνεται» ο ενθουσιασμός των νεαρών παιχτών των οποίων η κύρια επιθυμία είναι να παίξουν, και επίσης να κερδίζουν παρά να μάθουν μία προκαθορισμένη δεξιότητα.

Χρησιμοποιώντας απλοποιημένα παιχνίδια χτίζεται μία γέφυρα μεταξύ της εκμάθησης μιας δεξιότητας και της εφαρμογής της σε μία πολύπλοκη κατάσταση παιχνιδιού.

Συναντώντας τις ανάγκες των νέων παιχτών.

1) Η ανάγκη της ασφάλειας.

Κατά τη διάρκεια της προπόνησης τα παιδιά χρειάζονται ένα γνωστό και οικείο περιβάλλον το οποίο τους δίνει το αίσθημα της ασφάλειας και της αυτοπεποίθησης.  Δεν συνίσταται η συχνή αλλαγή του χώρου που γίνεται προπόνηση.  Τα παιδιά απαιτούν σταθερές καταστάσεις όπως συμβαίνει και με την οικογένειά τους.

Επίσης θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι η προπόνηση θα πρέπει να γίνεται και σε ένα μέρος που θα εξασφαλίζεται η σωματική ακεραιότητα των παιδιών ( για παράδειγμα αγωνιστικοί χώροι χωρίς πέτρες ή τρύπες κ.τ.λ.).

2) Η ανάγκη της απόκτησης καινούργιων εμπειριών.

Τίποτα δεν κατανοείται εντελώς αν δεν το έχεις βιώσει πρώτα. Αντί ο προπονητής να μιλάει στα παιδιά για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελέσουν μια εργασία θα πρέπει να τα αφήνει να πειραματίζονται.  Τα παιδιά πρέπει να ανακαλύπτουν από μόνα τους τις συνθήκες της κάθε πρόκλησης. Στα παιδιά θα πρέπει να δίνεται το ερέθισμα μέσω παιχνιδιών ανταγωνισμού και πολύπλευρων δραστηριοτήτων τα οποία θα είναι μέσα στις ψυχικές και φυσικές τους δυνατότητες.  Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά διδάσκονται ανακαλύπτοντας καινούργια πράγματα και αναπτύσσουν τη νοημοσύνη τους βήμα βήμα.

3) Η ανάγκη του να αναγνωρίζονται οι προσπάθειες των παιδιών από άλλους. Τα παιδιά έχουν υψηλό κίνητρο όταν επιβραβεύονται οι προσπάθειές τους.  Μέσω της επιβράβευσης ενθαρρύνονται να προσπαθούν ακόμα περισσότερο.  Για τα παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών ο προπονητής είναι σαν ένας καθρέφτης στον οποίον βλέπουν την ικανότητά τους ή την ανικανότητά τους.  Γι’αυτό θα πρέπει οι προπονητές να μαθαίνουν να είναι θετικοί,  να επιβραβεύουν τα παιδιά συχνά και να ελαχιστοποιούν όσο είναι εφικτό αυτό, τα σχόλια κριτικής.

4) Η ανάγκη της υπευθυνότητας.

Τα παιδιά προτιμούν να παίρνουν δικές τους αποφάσεις χωρίς να εξαρτώνται τόσο πολύ από τους ενήλικους.  Θέλουν να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην ανεξαρτησία.  Οι μέθοδοι προπόνησης και η συμπεριφορά των προπονητών θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και αυτή την περίπτωση,  έχοντας υπόψη τους ότι τα παιδιά θα πρέπει συχνά να βρίσκουν τις δικές τους λύσεις στα προβλήματα που τους παρουσιάζονται.  Ο προπονητής θα πρέπει να παρεμβάλλεται όταν αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν από τα παιδιά.

Το μάζεμα των κώνων, η αλλαγή των κανόνων ενός παιχνιδιού της προπόνησης, η επιλογή ορισμένων παικτών για κάποια επίδειξη ή συγκεκριμένα καθήκοντα θα πρέπει να γίνεται από αυτά.

Η ανάγκη να δείχνουν υπευθυνότητα θα πρέπει να ενισχύεται, επιτρέποντας στα παιδιά σε κάθε προπονητική ενότητα να επιλέγουν ελεύθερα σε τι θέλουν να προπονηθούν για 10 λεπτά,  πως να το κάνουν, και που θα εκτελεστεί αυτή η διαδικασία.

5) Η ανάγκη του παιχνιδιού.

Τα παιχνίδια είναι σημαντικά για τα παιδιά: απαραίτητα για την υγεία του μυαλού και του σώματός τους.  Καθώς τα παιδιά μαθαίνουν με το να παίζουν,  το κυρίως μέρος της κάθε προπόνησης είναι η εξάσκηση και η κατανόηση ενός απλοποιημένου παιχνιδιού.  Η τέχνη της προπονητικής είναι να μετατρέπεται και αναπροσαρμόζεται το παιχνίδι στις ικανότητες και στο επίπεδο των δυνατοτήτων των παιδιών και όχι το αντίθετο.  Με αυτά τα παιχνίδια αναπτύσσεται η επικοινωνία και η ανάληψη αποφάσεων.

6) Η ανάγκη της κοινωνικότητας.

Ενστικτωδώς τα παιδιά ψάχνουν για την επικοινωνία με άλλους.  Όσο μεγαλύτερα είναι,  τόσο πιο πολύ επιζητούν την παρέα ενός παιδιού της ίδιας ηλικίας.  Τους αρέσει που ανήκουν σε ένα γκρουπ και το ότι μαζί με τα άλλα παιδιά της ομάδας έχουν κοινούς στόχους.

7) Η ανάγκη για κίνηση.

Το παιδί από την φύση του είναι κινητικό συνεχώς.  Τα μικρά παιδιά δεν έχουν την υπομονή να περιμένουν σε μεγάλες ουρές μέχρι να έρθει η σειρά τους.  Οι κανόνες που υπάρχουν για τα παιχνίδια των ενηλίκων πρέπει να τροποποιηθούν και να επιτρέπουν στα παιδιά να παίζουν την μπάλα πιο συχνά.  Παιχνίδια με λίγους παίκτες εξασφαλίζουν την ενεργή συμμετοχή.

8) Η ανάγκη να ζεις στο παρόν.

Γενικά τα παιδιά ενδιαφέρονται περισσότερο για το παρόν και όχι για το μέλλον. Η αίσθηση που έχουν για τον χρόνο είναι διαφορετική από τους ενήλικες.  Ένα παιδί ζει πολύ έντονα την παρούσα στιγμή και το σήμερα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το αύριο ή για το χθες που φαίνεται πολύ μακρινό.

9) Η ανάγκη για ποικιλία.

Περισσότερη ποικιλία σημαίνει λιγότερη ανία και κόπωση. Η μεγάλη ποικιλία ενεργοποιεί σε υψηλό βαθμό το επίπεδο προσοχής του παιδιού.

Χωρίς τις διάφορες παραλλαγές στη μέθοδο παρουσίασης αλλά και στα περιεχόμενα της προπόνησης,  η προσοχή των παιδιών συνήθως παρεκκλίνει.  Επίσης είναι σημαντικό να διαφέρει και ο βαθμός της έντασης των ασκήσεων και των παιχνιδιών.

10) Η ανάγκη των παιδιών, να τους καταλαβαίνουν οι ενήλικοι.

Τα παιδιά φαίνεται ότι ζουν σε ένα διαφορετικό κόσμο από τους ενήλικους.  Έχουν διαφορετικά προβλήματα, μαθαίνουν με διαφορετικό τρόπο και δεν σκέφτονται με την ίδια λογική. Οι ιδέες τους, οι σκέψεις τους, έχουν έλλειψη συνοχής.  Η συναισθηματική τους κατάσταση συνεχώς εξαρτάται από την ταχύτητα της βιολογικής τους ανάπτυξης.  Γενικά δεν ξέρουν πως να χρησιμοποιήσουν την ενέργειά τους και κουράζονται πολύ εύκολα.

Συμπεριφέρονται με τον δικό τους τρόπο.  Για όλους αυτούς τους λόγους, οι ενήλικοι οι οποίοι ζουν και δουλεύουν μαζί με παιδιά,  θα πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένοι έτσι ώστε να μπορούν να δώσουν τα κατάλληλα ερεθίσματα και να τους οδηγήσουν σωστά στην αναζήτηση της προσωπικότητας και της ταυτότητάς τους.

Log in or Sign up

Enter your name
Enter your email
Please select a Membership