Πέτρος Κένερ – Πωλ Σεμπάουερ
Η UEFA ανακοίνωσε ότι αυτό ήταν το καλύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο. Κάποιοι, όπως σε όλα τα θέματα, έχουν διαφορετική γνώμη, μια άποψη που για να λέμε την αλήθεια συζητείτε πάντα μετά το τέλος κάθε ΠΚ. Ισχυρίζονται λ.χ. ότι όσοι δεν έχουν δει το παγκόσμιο κύπελλο του 1970 δεν έχουν δει τίποτα. Άλλοι μιλάνε για το ΠΚ του 1982, άλλοι του 1986, με γνώμονα, πάντα κατά τα λεγόμενά τους, το όμορφο και θεαματικό ποδόσφαιρο. Και φυσικά δεν μιλάμε μόνο για απόψεις φιλάθλων ή οπαδών, αλλά και για απόψεις προπονητών. Που είναι η αλήθεια; Δεν θα πούμε κάπου στη μέση, που θα μπορούσε να ειπωθεί, γιατί θα εμπεριείχε μια μορφή «δημοσιοσχετισμού». Στο «proponitis.gr» προσπαθούμε να αναλύσουμε πάντα όλες τις πλευρές ενός θέματος, γιατί δημοσιογραφικά δεν μας αρέσουν οι «ειδήσεις» και το «παρασκήνιο», και προπονητικά μάς ενδιαφέρουν οι –αν μη τι άλλο– τεκμηριωμένες απόψεις.
Πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Επειδή και οι δύο υπογράφοντες το άρθρο παίξαμε επαγγελματικό ποδόσφαιρο τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις μας, θυμόμαστε: οι τρεις επιθετικοί δεν βοηθούσαν αμυντικά, ούτε στα κόρνερ. Οι τέσσερις της άμυνας ήταν κατά κανόνα άτεχνοι. Οι εντολές των προπονητών εκείνης της εποχής στους αμυντικούς ήταν «διώξτε την μπάλα ψηλά-μακριά-πλάγια». Πιο χαρακτηριστική εντολή προς τον αμυντικό ήταν «πέταξέ την (την μπάλα) έξω από το γήπεδο». Οι προπονήσεις –ειδικά την δεκαετία του ’70 ήταν τρεις την εβδομάδα. Η κύρια επιθετική τακτική ήταν να τρέχει ο εξτρέμ πάνω στη γραμμή του πλαγίου άουτ και αφού περάσει το μπακ να κάνει σέντρα. Χαρακτηριστική ατάκα του προπονητή στο εξτρέμ «θέλω τα παπούτσια σου να γίνουν άσπρα από το χρώμα της γραμμής (τότε είχαμε μόνο μαύρα ποδοσφαιρικά παπούτσια και πριν από κάθε παιχνίδι έβαφαν τις γραμμές και εμείς τα παπούτσια μας με ΚΑΜΕΛ). Οι τεχνίτες παίκτες κατά κανόνα ήταν μεγάλοι ατομιστές (από τότε υπάρχει η φράση «δεν τη δίνει ούτε από το δεξί στο αριστερό του»). Ήταν και πολύ καλοί στην ντρίπλα, αλλά πέραν του ότι είχαν περισσότερους χώρους για ντρίπλες, πολλοί έκαναν ντρίπλες για τον εαυτό τους και όχι για την ομάδα. Σαν θέαμα, έκαναν περίτεχνες ενέργειες που πραγματικά ήταν όμορφες να τις βλέπεις.
Μπορούμε να θυμηθούμε ή να θυμηθείτε οι παλαιότεροι πολλά άλλα, αλλά σταματούμε εδώ.
Ας πάμε τώρα σε ένα δεδομένο. Δεδομένο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Καθαρός χρόνος παιχνιδιού παλιά τριάντα (30΄) λεπτά. Σήμερα εξήντα (60΄) λεπτά. Θα μπορούσαμε, εντός ή εκτός εισαγωγικών, να πούμε ότι «μιλάμε για διαφορετικό άθλημα». Το αν το ποδόσφαιρο, τότε, ήταν πιο όμορφο για κάποιους είναι υποκειμενικό. Το ότι τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο είναι αντικειμενικό. Ρωτήθηκαν πριν λίγα χρόνια ποδοσφαιριστές όπως ο Μπεκενμπάουερ, ο Σώκρατες, ο Εουσέμπιο, ο Κρόιφ και πολλοί άλλοι του ίδιου βεληνεκούς, αν θα μπορούσαν να έπαιζαν στο σημερινό ποδόσφαιρο; Η απάντηση όλων ήταν όχι ή ίσως. Όλοι άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο να μην μπορούσε ο οργανισμός τους να ανταπεξέλθει τις σημερινές επιβαρύνσεις της προπόνησης.
Συνεχίζοντας με το βαθμό δυσκολίας, ας θυμηθούμε την εντυπωσιακή κούρσα του Μαραντόνα που ντριπλάρει 4-5 παίκτες από τη δική του μεγάλη περιοχή έως του αντιπάλου και πετυχαίνει γκολ. Σας προτρέπουμε να το ξαναδείτε αν δεν το θυμόσαστε. Όταν ντριπλάρει τον πρώτο αντίπαλο, ο επόμενος είναι 4-5 μέτρα πίσω, ο επόμενος το ίδιο κ.ο.κ. Μην σκεφτεί κανείς ότι θέλουμε να υποτιμήσουμε ούτε το συγκεκριμένο παίκτη, ούτε τη φάση. Αντίθετα, ακόμα και σήμερα την βλέπεις και είναι υπέροχη. Σήμερα, όμως, μετά τον πρώτο αντίπαλο θα υπήρχε δεύτερος πολύ κοντά και τρίτος δίπλα.
Το τελευταίο σχόλιο με τα παλιά αφορά τη διαιτησία. Οι διαιτητές με τους νέους κανονισμούς προστατεύουν τους τεχνίτες παίκτες. Παλαιά, υπήρχε το σλόγκαν «μπάλα περνάει, παίκτης δεν περνάει». Σήμερα η αγκωνιά στο πρόσωπο είναι ορισμός κίτρινης κάρτας. Το τράβηγμα στη φανέλα το ίδιο και πολλά άλλα. Ποδοσφαιριστές παλαιάς εποχής –δεν θα γράψω ονόματα, όλοι ξέρετε- στο 5ο λεπτό θα είχαν δει δύο κίτρινες, ή στο 3ο λεπτό απ’ ευθείας κόκκινη. Αυτό είναι και ένα μεγάλο παράπονο των παλαιοτέρων ποδοσφαιριστών με υψηλή τεχνική και φυσικά έχουν απόλυτο δίκιο. Είναι σίγουρο ότι θα ήταν ακόμη πιο περίτεχνοι και εντυπωσιακοί αν τους προστάτευαν οι κανόνες της διαιτησίας όπως σήμερα.
Το πρώτο «δια ταύτα» λοιπόν είναι ότι το ποδόσφαιρο σήμερα είναι αναμφισβήτητα πιο δύσκολο.
Και το θέαμα;
Εδώ το θέμα, ίσως, χρήζει και φιλοσοφικής, ή έστω ψυχολογικής ανάλυσης. Ένας Γάλλος φιλόσοφος του 16ου αιώνα, ο Μισέλ Ντε Μοντέν, έλεγε: «Είδε ποτέ κανείς ηλικιωμένο που να μην επαινεί τα παλιά χρόνια και να μην κατακρίνει τα καινούρια»; Από τότε λοιπόν, μέχρι και σήμερα, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μια καταγραφή αναμνήσεων, που με τα χρόνια γίνεται υποσυνείδητα… συνείδηση. Είναι σαν τα παλιά τραγούδια. Κάποια μας αρέσουν, γιατί ακόμα κι αν δεν μας είναι βιωματικά, τα έχουμε ακούσει σε βρεφονηπιακή ηλικία και έχουν χαραχτεί στο υποσυνείδητο.
Το «δια ταύτα» για το θέαμα είναι το εξής:
Στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει όμοια φάση, ούτε όμοιο γκολ. Αυτό είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του που το κάνουν τόσο λαοφιλές. Πάντα υπήρχαν εντυπωσιακές ενέργειες, από ένα άψογο κοντρόλ, μια ευφυή κάθετη πάσα, μια υψηλής τεχνικής ντρίπλα, μέχρι ένα αξιοθαύμαστο έως εκπληκτικό γκολ. Ας αποφεύγουμε λοιπόν τις συγκρίσεις, γιατί δεν οδηγούν πουθενά. Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, εξελίσσεται και το ποδόσφαιρο. Με υπέρ και κατά. Το μεγαλύτερο «κατά» του σημερινού ποδοσφαίρου δεν είναι θέμα τεχνικό. Είναι κοινωνικό-οικονομικό θέμα. Η σύνδεση του ποδοσφαίρου με το «Στοίχημα». Το ποδόσφαιρο, από μόνο του, είναι όπως όλα τα αθλήματα: αγνό, καθαρό, θεαματικό. Πάντα, για όλα τα αρνητικά, δεν φταίει κανένα άθλημα. Τα προβλήματα ξεκινούν μόλις πατήσει το πόδι του ο πρώτος άνθρωπος…
Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε «η UEFA ανακοίνωσε ότι αυτό ήταν το καλύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο». Το σίγουρο δεδομένο είναι: ήταν για την UEFA το καλύτερο ΠΚ από θέμα εισπράξεων.
Γενικά συμπεράσματα
Δεν είδαμε ομάδα που να είχε μεγάλη ταχύτητα ανάπτυξης και να δημιουργεί πολλές-καλές φάσεις μέσα στην αντίπαλη μεγάλη περιοχή. Το ένας εναντίον ενός ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο. Πολύ κατοχή μπάλας, από δεξιά στα αριστερά και από τα αριστερά στα δεξιά και πάλι το ίδιο, πράγμα που έφερε πολλές λάθος πάσες. Σε πολλές περιπτώσεις οι μεν δεν μπορούσαν, οι δε δεν ήθελαν. Είχαν και οι δύο ένα φόβο, το ρίσκο που υπάρχει στο καλό επιθετικό ποδόσφαιρο. Έτσι, πολλά παιχνίδια αποκτούσαν ενδιαφέρον μόνο στα τελευταία λεπτά, όταν η μία ομάδα αποφάσιζε ότι θέλει ή ότι πρέπει να κερδίσει το παιχνίδι. Το ευτυχές γεγονός ήταν ότι στους ημιτελικούς φτάσανε ομάδες οι οποίες, όχι μόνο μπορούσαν, αλλά το ήθελαν κιόλας. Με αυτές τις ομάδες θα ασχοληθούμε και θα αναλύσουμε. Γαλλία, Κροατία, Βέλγιο, Αγγλία.
Οι προπονητές της Γαλλίας, της Κροατίας, του Βελγίου και της Αγγλίας προσπάθησαν, όπως όλοι, να περάσουν δεδομένα στους παίκτες τους. Ο Ντεσάμπς παρουσίασε μια ομάδα με μια καλοζυγισμένη τακτική. Η Κροατία στηρίχτηκε στους Ράκιτιτς, Μόντριτς και τους έδωσε ελευθερίες στο παιχνίδι τους παίζοντας επιθετικά και ο Ντάλιτς έκανε την ομάδα… ομάδα. Ο Μαρτίνς είχε εναλλακτικές λύσεις με τη Βελγική ομάδα και όταν έβλεπε ότι η στρατηγική του δεν λειτουργούσε έκανε εσωτερικές αλλαγές. Ο Σάουθγκεϊτ με την Αγγλία έβγαλε την ομάδα στο γήπεδο χωρίς να παραμελήσει το τυπικό εγγλέζικο ποδόσφαιρο και όταν χρειαζόταν έψαχνε το γκολ με κεφαλιά. Είδαμε ένα οργανωμένο παιχνίδι ανάπτυξης από πλευρά Αγγλίας, όπου υπήρχε αρκετή δύναμη, αλλά και μεγάλη εξάσκηση στα στημένα.
Το παγκόσμιο του 2018 είχε δύο πρότυπα τακτικής. Ομάδες που δεν είχαν ποδοσφαιρική ποιότητα, όπως Σουηδία και Ισλανδία, κλεινόντουσαν στην περιοχή τους και η συγκέντρωση ήταν εναντίον της μπάλας. Όταν την κέρδιζαν προσπαθούσαν με γρήγορη αντεπίθεση. Σε αντίθεση αυτών, τα φαβορί, όπως η Ισπανία η Αργεντινή και η Γερμανία, παίζανε με κατοχή μπάλας για να φτάσουν στην επιτυχία. Η Γαλλία, όμως, είχε ένα δικό της μοτίβο.
Μερος Α
Γαλλία
Η «συνταγή» της επιτυχίας
Η Γαλλία είχε υψηλής ποιότητας παίκτες, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν σχετικά μικρή συμμετοχή και μάλιστα ως αναπληρωματικοί. Ο Ντεσάμπ χρησιμοποίησε-εμπιστεύτηκε λίγους παίκτες. Έτσι, πολλοί πρωτοκλασάτοι παίκτες έπαιξαν ελάχιστα, κάτι που δεν έκαναν ή δεν τόλμησαν να κάνουν άλλες ομάδες, όπως η Βραζιλία, η Ισπανία και η Γερμανία. Ο Ντεσάμπς προσανατόλιζε την τακτική του ανάλογα με τη δύναμη του αντιπάλου και με την έκβαση του παιχνιδιού. Στηριζόταν σε μία συμπαγή άμυνα, ενώ επιθετικά προσπαθούσε να βγει στην πλάτη του αντιπάλου με γρήγορη επιθετική μετάβαση.
Παρουσίασε μια ομάδα με πάρα πολύ καλή ισορροπία στη σύνθεση της ομάδας. Δίπλα από τους «γερόλυκους» Λιώρις, Ζηρού και Ματουιντί, είχε παίκτες όπως ο Γκρίεζμαν, ο Βαράν, ο Ουμτιτί, ο Καντέ και άλλους, που ήταν μεταξύ 23-24 έως 27-28 ετών, αλλά με πολύ διεθνή εμπειρία. Ακόμα είχε καλέσει πολλά ταλέντα, που δεν είχανε κλείσει ακόμα τα 20 τους χρόνια, αλλά ήδη παίζουνε στο υψηλότερο επίπεδο (Εμπαπέ, Ντεμπελέ κ.ά.). Όλα αυτά ήταν πάρα πολύ σημαντικά και αυτή η επιλογή, το μίγμα τεχνικής και ταλέντου, παίκτες με πολύ καλή ατομική τακτική κατάρτιση, ευνοούσε την ομάδα στο να έχει πολλές τακτικές παραλλαγές.
Για παράδειγμα η κεντρική γραμμή, όπου ο δυναμικός και εργατικός Kαντέ (με τη σίγουρη πρώτη πάσα για να ξεκινήσει την επίθεση, με το ακούραστη τρέξιμο και την ετοιμότητα να βοηθήσει να κερδίσει την μπάλα στην άμυνα), είχε για συμπαίκτη το δυναμικό Πογκμπά και τον εργατικό Ματουιντί. Στην επίθεση χρησιμοποιούσε για το κλασικό 1-2, τον Ζιρού (με δύναμη στην κεφαλιά) ο οποίος έπαιζε ακριβώς πάνω στην αμυντική γραμμή του αντιπάλου. Είχε στις άκρες Γκρίεζμαν και Εμπαπέ για να εκμεταλλευτεί την ταχύτητα και την ποιότητά τους στο ένας εναντίον ενός. Έτσι είχε τη δυνατότητα παίζοντας σχεδόν πάντα με την ίδια ενδεκάδα, να παρουσιάζει διαφορετικές τακτικές και να αλλάζει σκεπτικό μέσα στο παιχνίδι.
Η σημασία των Ραφαέλ Βαράν και ο ρόλος του Σαμουέλ Ουμτιτί.
Το αμυντικό κεντρικό ζευγάρι της Γαλλίας ήταν οι αμυντικοί βράχοι –μα εξαιρετικά κινητικοί βράχοι– και ήταν ένας από τους λόγους που η γαλλική ομάδα κατέκτησε το ΠΚ.
Η κυριαρχία στον αέρα, αλλά και με την μπάλα κάτω, ήταν δεδομένη σε όλες τις φάσεις του παιχνιδιού τους. Η δύναμή τους και ο έλεγχος των αμυντικών καταστάσεων ήταν ζωτικής σημασίας στην καρδιά της γαλλικής άμυνας, για να λειτουργήσει σωστά. Η υποστήριξη, η πρόβλεψη και η ετοιμότητα να κυριαρχήσουν σε μεταβατικές καταστάσεις, ενώ η ομάδα επιτιθότανε, ήταν η βάση για την κατοχή της μπάλας.
Σε όλη τη διάρκεια του ΠΚ, η Γαλλία είχε δύο από τα καλύτερα σέντερ μπακ στον κόσμο.
Τα «κλειδιά» της επιτυχίας
Όταν ο αντίπαλος της Γαλλίας είχε κατοχή, η Γαλλία συγκεντρωνόταν και δημιουργούσε μια συμπαγή άμυνα. Έτσι λειτουργούσε πολλές φορές και όταν ο αντίπαλος ξεκίναγε το παιχνίδι του από την άμυνα. Η πρώτη γραμμή του πρέσινγκ ξεκινούσε πίσω από τη γραμμή της σέντρας. Αυτό συνέβαινε ακόμα και με ομάδες που είχαν πολύ πιο αδύναμους παίκτες, όταν οι αντίπαλοι είχανε κατοχή.
Σπάνια μεν, αλλά είδαμε και τη Γαλλία κάποιες φορές να κάνει μεγάλη πάσα από την άμυνα στην επίθεση. Αυτό έδινε πρόσθετη δυσκολία στον αντίπαλο, γιατί αφ’ ενός τον δυσκόλευε να καταλάβει πώς έπαιζε η ομάδα της Γαλλίας, αφ’ ετέρου τον ανάγκαζε να κρατήσει βάθος, φοβούμενος μια μεγάλη κάθετη πάσα από την άμυνα στην επίθεση, με αποτέλεσμα να κρατά παίκτες στο κεντρικό τρίτο του γηπέδου.
Η Γαλλία λειτουργούσε με ένα 4-4-2, μοίραζε το χώρο και αντιδρούσε διαφορετικά με κάθε αντίπαλο. Έτσι, είδαμε των Ντεσάμπ να αντιδρά (π.χ. εναντίον του Βελγίου, όταν το Βέλγιο έπαιζε με τρεις στο χώρο του κέντρου) αλλάζοντας το σύστημά του σε ένα 4-3-3.
Χαρακτηριστικό του παιχνιδιού της Γαλλίας, όταν δεν είχε κατοχή της μπάλας, ήταν η αναμονή στο να κάνει ο αντίπαλος το λάθος. Οι παίκτες της μετακινούνταν στο γήπεδο ανάλογα με το πού βρισκόταν η μπάλα, κλείνοντας τους διαδρόμους. Ξεκάθαρα προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν τον αντίπαλο, μέσω της πρώτης γραμμής του πρέσινγκ, να φέρει την μπάλα στις άκρες.
Όταν η μπάλα πήγαινε προς τον άξονα, τότε ο κάτοχος δεχόταν επιθετικό πρέσινγκ από τους παίκτες του κεντρικού άξονα της Γαλλίας, οι οποίοι είχαν και την πολύ καλή ικανότητα της πρόβλεψης.
Γρήγορη μετάβαση στην άμυνα
Ένας πρόσθετος παράγοντας που έδινε σταθερότητα στη γαλλική άμυνα, ήταν η αντίδραση στην απώλεια της μπάλας. Όλοι οι παίκτες είχαν διάθεση να γυρίσουν πίσω από την μπάλα, με ταχύτητα, σαν ομάδα. Όταν ο αντίπαλος κέρδιζε την μπάλα, ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να βρει ανοργάνωτη τη γαλλική άμυνα. Μια άμυνα που με το χάσιμο της μπάλας, τάχιστα, είχε εφτά ή και οχτώ ποδοσφαιριστές, οργανωμένους, μπροστά από την περιοχή τους.
Η Γαλλία δεν δέχτηκε ούτε ένα γκολ όταν έχασε την μπάλα στο αντίπαλο μισό. Ούτε καν μία ξεκάθαρη ευκαιρία για να δεχτεί γκολ! Αντιμετώπιζε μικρά προβλήματα στις στημένες φάσεις και στις μεγάλες μπαλιές στην πλάτη της άμυνας. Εάν κάποιος ψάξει να βρει τις αιτίες, πώς δέχτηκε γκολ, ή πώς δημιούργησαν ευκαιρία οι αντίπαλοί της, θα δει ότι ο αντίπαλος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τη συμπαγή γαλλική άμυνα με σουτ από μέση απόσταση. Ακόμη, η Γαλλία είχε μικρά προβλήματα στην άμυνα μέσα στη μεγάλη περιοχή, στις σέντρες και στις ψηλές μπαλιές. Υπήρχαν μικρά προβλήματα στη διανομή του χώρου. Οι επιστροφές του Πογκμπά πολλές φορές δημιουργούσαν σύγχυση, αντί σταθερότητα.
Με την μπάλα από το παιχνίδι θέσεων, γρήγορα στην πλάτη της άμυνας του αντιπάλου
Η Γαλλία, γενικά, άρεσε. Είχε ένα καλό ρεπερτόριο με διάφορες μορφές επίθεσης. Εκεί που έβλεπες ένα παιχνίδι θέσεων, με δομή στις γραμμές της, ξαφνικά είχε και τη μεγάλη μπαλιά. Είχε υψηλή ποιότητα στις μεταβιβάσεις της και γινόταν πάρα πολύ επικίνδυνη στις στημένες φάσεις. Ο τερματοφύλακας Λιωρίς, συνήθως, ξεκίναγε το παιχνίδι δίνοντας την μπάλα σε έναν από τους δύο κεντρικούς αμυντικούς που είχε ανοιχτεί στις άκρες. Το εξάρι τους, ο Καντέ, ερχόταν χαμηλά στον άξονα για να είναι διαθέσιμος ως μία πρόσθετη επιλογή. Μέσω αυτών των τριγώνων η ομάδα απελευθερωνόταν γρήγορα από το αντίπαλο πρέσινγκ στο δικό της μισό. Με την μπάλα κάτω, με κάθετες πάσες, με εναλλαγές στο παιχνίδι της, προσπαθούσε να φτάσει στην αντίπαλη περιοχή. Είδαμε ότι στο παιχνίδι εναντίον της Αργεντινής ξεπερνούσε γρήγορα τις γραμμές των αντιπάλων, πηγαίνοντας το παιχνίδι στα γρήγορα άκρα, στους Γκρίεζμαν και Εμπαπέ.
Σημαντικές ήταν και οι κινήσεις των Πογκμπά και Ματουιντί. Τραβούσαν αντιπάλους και δημιουργούσαν πρόσθετους χώρους στο βάθος της αντίπαλης άμυνας. Η τελική κάθετη πάσα, τις περισσότερες φορές, πήγαινε προς τον Εμπαπέ ο οποίος χάρη στην ταχύτητά του είχε εμφανή πλεονεκτήματα απέναντι στην αντίπαλη άμυνα.
Η ομάδα της Γαλλίας δεν έπαιρνε ρίσκο όταν βρισκόταν κοντά στο δικό της τέρμα. Προσπαθούσε, σε αρκετές περιπτώσεις, να βρει με μεγάλη μπαλιά τον Ζιρού. Παράλληλα, οι Εμπαπέ και Γκρίεζμαν πήγαιναν κοντά στον Ζιρού για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τη δεύτερη μπαλιά. Εάν οι κεντρικοί, σε συνδυασμό με τους επιθετικούς τους έβλεπαν χώρο στην πλάτη της άμυνας του αντιπάλου, είχαμε και μεγάλες πάσες προς το χώρο αυτό. Στο μεταβατικό στάδιο ο Καντέ ήταν πιο πίσω, στο χώρο του κέντρου και του άξονα, ενώ το δεύτερο εξάρι ο Πογκμπά, κινούνταν μεταξύ του Βαράν και του ακραίου αμυντικού, του Παβάρ, που ανέβαινε. Το δεξί εξτρέμ, ο Εμπαπέ, επιθετικά ήταν εμφανές ότι κινούταν για να πετύχει γκολ με εμφανή τη μετακίνηση του προς τον άξονα, ενώ το αριστερό εξτρέμ, ο Ματουιντί, κινούταν πιο πολύ έξω από τη μεγάλη περιοχή. Έτσι, δημιουργούσε πολύ χώρο όταν επιτιθόταν ο ακραίος αμυντικός Χερνάντες.
Όταν ο αντίπαλος κλεινόταν πίσω, όπως η Ουρουγουάη στα προημιτελικά, τότε Η Γαλλία χρησιμοποιούσε όλο το πλάτος του γηπέδου, για να φέρει ανοργανωσιά στην αντίπαλη άμυνα μέσω της συχνής κίνησης δεξιά-αριστερά. Τέτοιες φάσεις όμως –με μεγάλη κατοχή μπάλας– ήταν αρκετά σπάνιο στην ομάδα της Γαλλίας.
Η Γαλλία είχε εξαιρετικά γρήγορες αντεπιθέσεις όταν κέρδιζε την μπάλα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα στο ότι η ομάδα συγκεντρωνόταν σε μία σταθερή και συμπαγή αμυντική οργάνωση, η οποία έδινε στην ομάδα της Γαλλίας τις πιθανότητες όταν κέρδιζε την μπάλα στο δικό της μισό ή στο χώρο της σέντρας, να κάνει μία γρήγορη μετάβαση στην επίθεση. Παίκτες όπως ο Εμπαπέ και ο Γκρίεζμαν είναι λόγω της ταχύτητάς τους ιδανικοί για μία τέτοια τακτική. Η ομάδα της Γαλλίας γινόταν ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν κέρδιζε την μπάλα, γιατί είχε πολλές τεχνικοτακτικές δυνατότητες. Μία από τις μεγαλύτερες δυνατότητές της ήταν ότι έπαιζε ένα σχεδόν άπιαστο ποδόσφαιρο με μία επαφή. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερνε να απαλλαγεί από το πρωταρχικό πρέσινγκ του αντιπάλου. Έκανε την προσπάθεια του αντιπάλου να δημιουργήσει μία κατάσταση πρέσινγκ να μοιάζει με πολύ μικρό εμπόδιο.
Ένας ακόμα αξιοσημείωτος παράγοντας στις επιθετικές απόπειρες ήταν ο τεχνικά πολύ δυνατός Πογκμπά, ο όποιος με τις ντρίπλες του και με το σωστό timing στην κάθετη πάσα στο βάθος, δημιουργούσε πολλά προβλήματα στις αντίπαλες ομάδες. Φυσικά, εξ ίσου αξιοσημείωτοι ήταν και οι επιθετικοί Εμπαπέ και Γκρίεζμαν, ιδιαίτερα όταν είχαν χώρο στην πλάτη της άμυνας. Όταν η αντίπαλη άμυνα είχε ανέβει πάρα πολύ και έχανε την μπάλα κοντά στην περιοχή της Γαλλίας, τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μπορέσεις να σταματήσεις αυτούς τους παίκτες.
Άλλο ένα στοιχείο που συνετέλεσε στην επιτυχία της ομάδας ήταν και οι στημένες φάσεις. Δεν ήταν μόνο τα γκολ που πέτυχαν μέσα από αυτές στα προημιτελικά και τον ημιτελικό, αλλά μέσω αυτών δημιούργησαν και άλλες ευκαιρίες. Φυσικά, όταν υπάρχουν δύο παίκτες (Γκρίεζμαν και Πογκμπά) που είναι πάρα πολύ καλοί στα στημένα και παίκτες όπως οι Βαράν, Ουμτιτί και Ζηρού που μπορούν να διεκδικήσουν μία κεφαλιά στις στημένες φάσεις, είναι λογικό για κάθε προπονητή να εστιαστεί σε αυτές. Έτσι έκανε και ο Ντεσάμπς. Στηρίχτηκε πάρα πολύ στις ατομικές ικανότητες των παικτών του και τις μετέτρεψε σε δυνατότητες υπέρ της ομάδας. Αυτό που πρέπει να παραδεχτούμε για τον Ντεσάμπς, είναι ότι το έκανε πάρα πολύ καλά.
Πέτρος Κένερ – Πωλ Σεμπάουερ